Το μαύρο χρήμα και ο τουρισμός κρατάνε την Ερμού ψηλά στην κατάταξη με τις ακριβότερες εμπορικές περιοχές του κόσμου, σύμφωνα με νέα στοιχεία.
Η έρευνα της Cushman & Wakefield αναδεικνύει την στρέβλωση που υπάρχει στην ελληνική αγορά λιανικής και ακινήτων, καθώς η παραοικονομία ενισχύει σημαντικά το αδύναμο καταναλωτικό προφίλ του Έλληνα.
Σύμφωνα με την 33η έκδοση του Main Streets Across the World της Cushman & Wakefield, η Ερμού βρίσκεται στην 15η θέση της λίστας με τους ακριβότερους δρόμους στον κόσμο, στην ίδια θέση που βρισκόταν και πέρυσι.
Σημειώνεται ότι ο ακριβότερος δρόμος του κόσμου αναδεικνύεται η 5η Λεωφόρος στη Νέα Υόρκη και μετά ακολουθεί η Via Montenapoleone, ο γνωστός εμπορικός δρόμος του Μιλάνου, ενώ ο «χρυσός» δρόμος Tsim Sha Tsui από το Χονγκ Κονγκ βρίσκεται στην τρίτη θέση.
Στην Αθήνα, τα ετήσια ενοίκια που καταβάλλονται στην Ερμού ανέρχονται στα 3.480 ευρώ/τ.μ. και ξεπερνούν το κόστος μίσθωσης που απαιτείται σε εμπορικούς περιοχές που βρίσκονται σε πλουσιότερα κράτη της Ευρώπης.
Στην καρδιά του Δουβλίνου το αντίστοιχο ενοίκιο ανέρχεται στα 3.024 ευρώ ανα τ.μ. (Grafton street) και στο Άμστερνταμ 2.800 ευρώ ανα τ.μ. (P.C. Hooftstraat).
Κύκλοι της αγοράς αποδίδουν τα ασυνήθιστα υψηλά ενοίκια της Ερμού στη χαμηλή προσφορά των ακινήτων υψηλών προδιαγραφών.
Ωστόσο, με μια ματιά στην ευρύτερη ελληνική πραγματικότητα φαίνονται κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συντηρούν τα υπέρογκα ενοίκια.
Απρόσμενα ισχυρή η κατανάλωση
Η υψηλή θέση της Ερμού προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση αν αναλογιστεί κανείς τη διαφορά ανάμεσα στους μισθούς που χωρίζει την Ελλάδα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Υπενθυμίζεται ότι οι μισθοί στην Ιρλανδία και την Ολλανδία ξεπερνούν τους ελληνικούς μισθούς μέχρι και 280%.
Στοιχεία από το numbeo,com, δείχνουν ότι ο μέσος μηνιαίος μισθός (μετά από φόρους) στο Δουβλίνο ανέρχεται στα 3.124 ευρώ και στα 3.761 στο Άμστερνταμ, την ώρα που στην Αθήνα δεν ξεπερνάει τα 1.000 ευρώ.
Στην Ελλάδα, όμως, ενισχύεται το πορτοφόλι των νοικοκυριών από την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ΄ό,τι συμβαίνει στις άλλες χώρες.
Πρόσφατα στοιχεία από το Υπουργείο Οικονομικών ζωγραφίζουν μια εικόνα όπου αυτά τα οποία δηλώνονται κάθε χρόνο στην εφορία δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Το 2022, οι καταναλωτικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών εκτοξεύτηκαν στα 154,1 δισ. ευρώ, την ώρα που τα δηλωθέντα εισοδήματα πέρυσι στην εφορία ήταν 84,2 δισ. ευρώ.
Σχολιάζοντας πρόσφατα το θέμα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, υπογράμμισε ότι παράλληλα έχουμε και αύξηση αποταμιεύσεων, δείχνοντας ότι ακόμα περισσότερο μαύρο χρήμα κυκλοφορεί στη χώρα.
Στην Ελλάδα, η παραοικονομία αντιστοιχεί περίπου στο 30% του ΑΕΠ, στην ουσία ανεβάζοντας την οικονομία σε μια ανώτερη κατηγορία, ενώ στην Ιρλανδία και την Ολλανδία κυμαίνεται στο 10-12%.
Ο τουρισμός
Η ισχυρή θέση της χώρας στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη, επίσης, ενισχύει το λιανικό εμπόριο της χώρας, συμβάλλοντας στην αύξηση των μισθώσεων.
Ένα στα δύο καταστήματα που λειτουργούν στο κέντρο της Αθήνας έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τον τουρισμό, σε μια τάση που ενισχύεται, όπως υποστηρίζει μια πρόσφατη έρευνα από τον Εμπορικό Σύλλογο Αθηνών (ΕΣΑ) σε συνεργασία με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Με τίτλο «Οι χρήσεις γης στην εμπορική "καρδιά" της Αθήνας», η έρευνα αναφέρει ότι από το σύνολο των 2.426 καταστημάτων και ξενοδοχείων του κέντρου τα 1.321, ήτοι το 52,3% έχουν σχέση με τον τουρισμό. Τα εμπορικά καταστήματα ένδυσης, υπόδησης και τα καφέ κυριαρχούν στους δημοφιλείς εμπορικούς δρόμους της πρωτεύουσας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, το γεγονός ότι τα κλειστά μαγαζιά όπου γίνονται εργασίες, προορίζονται για το κλάδο της φιλοξενίας.
«Η κατηγορία κλειστά/κενά/αδιάθετα αντιπροσωπεύει το 22,9% του συνόλου. Σε σημαντικό μέρος τους γίνονται εργασίες ανακαίνισης ή μετατροπής σε τουριστικά καταλύματα. Εδώ επίσης ανήκουν καταστήματα που ανήκουν σε μεγάλες ιδιοκτησίες και κτήρια αναμένουν τις αποφάσεις των επενδυτών», προσθέτει ο ΕΣΑ.