Αισιόδοξοι για την πορεία των αγορών αλλά χωρίς υπερβολές εμφανίζονται οι αναλυτές, σε μία περίοδο που αρκετοί κορυφαίοι δείκτες έχουν κατακτήσει ιστορικά υψηλά.
Στα θετικά στοιχεία καταγράφονται τα ισχυρά μεγέθη που έχουν ανακοινώσει οι εισηγμένες εταιρείες ανά την υφήλιο, η προοπτική μείωσης επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες και οι εκτιμήσεις ότι κυρίως η οικονομία των ΗΠΑ θα συνεχίσει να ακολουθεί καλή πορεία.
Στους «συγκρατημένους ταύρους» εντάσσεται και η Goldman Sachs, η οποία σε έκθεσή της υποστηρίζει ότι οι αγορές έχουν περιθώριο για περαιτέρω κέρδη και κατάκτηση νέων ιστορικών υψηλών, εάν οι οικονομικές προοπτικές παραμείνουν θετικές και οι επενδυτές φροντίσουν να ρίξουν κεφάλαια σε μετοχές που έχουν υστερήσει στο πρόσφατο ράλι.
Μία από τις ανησυχίες έγκειται στο γεγονός ότι η διαμόρφωση του S&P 500 σε νέο ιστορικό υψηλό έγκειται στην πορεία των επονομαζόμενων “Magnificent Seven” (επτά κορυφαίων τεχνολογικών εταιρειών), με φόβους ότι θα μπορούσε να καταγραφεί μία διάθεση κατοχύρωσης κερδών σε αυτούς τους τίτλους.
«Σίγουρα υπάρχει ο φόβος του «πισωγυρίσματος» αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν παράγοντες που μπορούν να στηρίξουν τις bullish διαθέσεις, ιδιαίτερα εάν αρχίσουν να ρέουν κεφάλαια σε πιο ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις αλλά και σε μετοχές που έχουν μείνει πίσω», αναφέρουν στην έκθεσή τους οι αναλυτές της Goldman Sachs.
Οι αμερικανικές και οι ευρωπαϊκές μετοχές σημείωσαν ρεκόρ φέτος, καθώς οι επενδυτές στοιχημάτισαν ότι οι κεντρικές τράπεζες θα αρχίσουν να μειώνουν τα επιτόκια, παρόλο που η οικονομία παραμένει ανθεκτική. Τα περισσότερα από αυτά τα κέρδη έχουν προέλθει από τεχνολογικά μεγαθήρια. Στις ΗΠΑ, η τιμή του δείκτη αναφοράς S&P 500 κυμαίνεται κοντά στα υψηλά επίπεδα του 2009 αν εξαιρεθεί η επίδραση των τεχνολογικών μετοχών.
Συνολικά, οι στρατηγικοί αναλυτές που παρακολουθούνται από το Bloomberg αναμένουν ότι ο S&P 500 θα κλείσει το έτος κατά μέσο όρο γύρω στις 4.897 μονάδες - γεγονός που συνεπάγεται πτώση περίπου 4% από το τρέχον επίπεδο.
Ανάλογα αισιόδοξοι εμφανίζονται και οι αναλυτές οι οποίοι συμμετείχαν σε έρευνα του πρακτορείου Reuters, με το βασικό συμπέρασμα ότι το πρόσφατο ράλι έχει ακόμη περιθώρια να διατηρηθεί.
Η δημοσκόπηση σε περίπου 150 αναλυτές μετοχικών αγορών που πραγματοποιήθηκε από τις 9 έως τις 22 Φεβρουαρίου έδειξε ότι και τα 15 μεγάλα χρηματιστήρια που συμμετείχαν στην έρευνα αναμένεται να σημειώσουν άνοδο φέτος, αλλά μόνο τρία αναμένεται να κερδίσουν πάνω από 10%.
«Πιστεύουμε ότι οι επενδυτές θα πρέπει να είναι ανοιχτόμυαλοι στο ότι υπάρχει ένα σενάριο στο οποίο τα επιτόκια θα πρέπει να παραμείνουν υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και η Fed μπορεί να χρειαστεί να αυστηροποιήσει τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες», εκτιμούν οι αναλυτές της JPMorgan.
Παρόλα αυτά, πρόσθεσαν ότι το ράλι άνω του 20% στις αμερικανικές μετοχές από τον Οκτώβριο «δεν διορθώθηκε καθόλου» παρά τη μετατόπιση των προσδοκιών για τα επιτόκια, λέγοντας ότι η μεταβλητότητα ήταν ασυνήθιστα χαμηλή. Ενώ τα υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επιτόκια θα μπορούσαν να περιορίσουν τα κέρδη των αγορών, τα ισχυρά εταιρικά κέρδη είναι πιθανό να απαλλάξουν τις μετοχές από τυχόν μεγάλες πτώσεις, παρά τις υψηλές αποτιμήσεις. Μια πλειοψηφία άνω του 85% των αναλυτών, 71 από τους 83, που απάντησαν σε ξεχωριστή ερώτηση δήλωσαν ότι τα εταιρικά κέρδη θα αυξηθούν τους επόμενους έξι μήνες.
Όταν ρωτήθηκαν αν θα υπάρξει διόρθωση τους επόμενους τρεις μήνες, οι αναλυτές ήταν σχεδόν ισομερώς μοιρασμένοι, με τους 45 από τους 88 σε 12 αγορές να δηλώνουν απίθανο και τους υπόλοιπους 43 να δηλώνουν πιθανό. Την ίδια ώρα από τα 15 χρηματιστήρια που «εξετάσθηκαν», οι δείκτες των ΗΠΑ και της Ινδίας ξεπερνούν συχνότερα τις προσδοκίες των αναλυτών τουλάχιστον από το 2010.
Υποστηριζόμενος από μια ισχυρή οικονομία, ο δείκτης αναφοράς της Ινδίας BSE προβλέπεται να προσθέσει 8% φέτος, επεκτείνοντας την άνοδο του 2023 κοντά στο 19%, αλλά ο S&P 500 προβλέπεται να κερδίσει μόνο 2,4%, δηλαδή πολύ λιγότερο από το 24% του 2023.
«Η ινδική οικονομία παραμένει μια οικονομία με πολύ καλύτερες προοπτικές έναντι των υπόλοιπων αναδυόμενων», σημείωσε ο Ν. Τσανταβάρ, αναλυτής της Axis Securities και προσέθεσε ότι «επιπλέον, πιστεύουμε ακράδαντα ότι πιθανότατα θα συνεχίσει την αναπτυξιακή της δυναμική το 2024 και θα παραμείνει η χώρα της σταθερότητας στο πλαίσιο μιας ασταθούς παγκόσμιας οικονομίας».